- καθιμώ
- καθιμῶ, -άω (Α)1. κατεβάζω κάποιον με σχοινί («καθιμᾷ αὐτὸν δήσας», Αριστοφ.)2. (απλώς) κατεβάζω κάτι («τὸν τράχηλον ἂ καθιμήσας ἀνελκύσεις»)3. (κατά τον Ησύχ.) «καθιμᾷκαθίησι, χαλᾷ».[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἱμῶ «ανασύρω»].
Dictionary of Greek. 2013.